μελανάδα

μελανάδα
η
το μελανό χρώμα, η μαυράδα, η μελανιά: Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι μελανάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελανάδα — η [μελανός] 1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα 2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά 3. το μελανό χρώμα τού δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια …   Dictionary of Greek

  • μελανότητα — η (ΑM μελανότης, ητος) [μέλας] μελανάδα, μαυρίλα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («ψόφος ἀψοφία, λευκότης μελανότης», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πελίδνωμα — το, ΝΑ [πελιδνούμαι] μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”